ελληνοβουλγαρικός, -ή

ελληνοβουλγαρικός, -ή
που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Βούλγαρους μαζί, ο ελληνικός και ο βουλγαρικός ταυτόχρονα: Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελληνοβουλγαρικός — ή, ό και ελληνοβουλγάρικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Βουλγάρους ή στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”